- λότ(τ)ο
- τοάκλ., και λότος, ο (λ. ιταλ.), λοταρία, λαχείο: Κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γαρούνας — (La Garonne). Ποταμός (575 χλμ.) της Γαλλίας, που εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει συνολικό μήκος 650 χλμ. αν περιληφθεί και ο ποταμόκολπός του Ζιρόντ, λεκάνη απορροής 55.850 τ. χλμ. και μέσο όγκο των υδάτων που εκβάλλουν στη θάλασσα 180… … Dictionary of Greek
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Μηταράκης, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1898 – Αθήνα 1963). Ζωγράφος. Καταγόταν από τη Χίο. Σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία (1915 21), αλλά πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Αντρέ Λοτ και στην Ακαδημία Λε Φοκονιέ … Dictionary of Greek
Πες-Μερλ — (Pech Merle). Περιοχή της Γαλλίας στο νομό Λοτ. Είναι γνωστή για το σπήλαιο με τους σταλακτίτες που υπάρχουν εκεί. Στα λευκά τοιχώματα αυτού του σπηλαίου, προϊστορικοί άνθρωποι ζωγράφισαν πολυάριθμα αριστουργήματα, όπως μαμούθ, βίσωνες, άγρια… … Dictionary of Greek
Σαγκάν, Φρανσουάζ — (Sagan, ψευδώνυμο της Frangoise Quoirez). Γαλλίδα μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και θεατρική συγγραφέας (Καζάρκ, Λοτ 1935). Αφού πήρε το δίπλωμα της φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Σορβόννη, απόκτησε μεγάλη δημοτικότητα με το Καλημέρα θλίψη… … Dictionary of Greek
Τζεντιλέσκι — (Gentileschi). Επώνυμο Ιταλών ζωγράφων. 1. Αρτεμισία (1597 – 1652). Κόρη του Oράτσιο (2) από τον οποίο και διδάχτηκε τη ζωγραφική. Εργάστηκε αρχικά στην Τοσκάνη και διαδοχικά στη Γένοβα, στη Νάπολη και στο Λονδίνο. Ασχολήθηκε κυρίως με την… … Dictionary of Greek